- εκπικραίνομαι
- ἐκπικραίνομαι (AM)1. γίνομαι πολύ πικρός2. στενοχωριέμαι υπερβολικάαρχ.έχω πικρή γεύση στο στόμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνεκπικραίνομαι — Α πικραίνομαι ή εξοργίζομαι μαζί με κάποιον («συνεκπικραίνεσθαι τοῑς ἐκείνων πάθεσι καὶ νοσήμασι», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκπικραίνομαι «πικραίνομαι, στενοχωριέμαι»] … Dictionary of Greek